- ἐνδιδῶσι
- ἐνδίδωμιgive inpres subj mp 2nd sg (epic)ἐνδίδωμιgive inpres subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνδίδωσι — ἐνδίδωμι give in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδίδωσ' — ἐνδίδωσι , ἐνδίδωμι give in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ослаблѧти — ОСЛАБЛѦ|ТИ (12), Ю, ѤТЬ гл. 1.Делать слабым, изнурять: не подобаѥть бо ослаблѧти тѣла подвизающимъсѧ. (ἀτονεῖν) СбТр XII/XIII, 68 об. 2. Проявлять слабость, поддаваться чемул.: Тако и б҃ъ паче съпострадаѥть д҃ши сто˫ашти и не ѡслаблѧюшти. нъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PASTUS — I. PASTUS i. seu Pastas, Graece Παςτὸς seu Παςτὰς, velum significat variegatum plumariô opere, quod apud Paganos thalami vei oeci (ubi Numen colebatur) foribus praetendebatur. Inde παςτοφόρια, Templorum atria, in quibus eiusmodi vela praetenta… … Hofmann J. Lexicon universale
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… … Dictionary of Greek